- δημοκρατώ
- βλ. δημοκρατούμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δημοκρατούμαι — (Α δημοκρατοῡμαι, έομαι, Μ δημοκρατῶ, έω) έχω δημοκρατικό πολίτευμα, διοικούμαι δημοκρατικά μσν. δημοκρατῶ 1. επικρατώ τού αντίπαλου δήμου 2. στασιάζω, δημιουργώ οχλοκρατία αρχ. απρόσ. δημοκρατεῑται κρατούν ή υπερισχύουν οι δημοκρατικές αρχές … Dictionary of Greek
αδημοκράτητος — η, ο (Α ἀδημοκράτητος, ον) [δημοκρατῶ] αυτός που δεν έχει δημοκρατικό πολίτευμα, που δεν κυβερνιέται δημοκρατικά … Dictionary of Greek